- Εφταλιώτης, Αργύρης
- (Μόλυβος, Λέσβος 1849 – Αντίμπ, Γαλλία 1923).Φιλολογικό ψευδώνυμο του ποιητή και συγγραφέα Κλεάνθη Μιχαηλίδη. Σε ηλικία 17 ετών διαδέχτηκε τον πατέρα του στη διεύθυνση του λυκείου στη γενέτειρά του. Σύντομα όμως ξενιτεύτηκε για να ασχοληθεί με το εμπόριο, πρώτα στην Πόλη, ύστερα στο Μάντσεστερ (όπου πρωτογνωρίστηκε με τον Αλέξανδρο Πάλλη, ο οποίος επηρέασε αποφασιστικά την πνευματική του εξέλιξη), κατόπιν στο Λίβερπουλ (όπου παντρεύτηκε την Αμερικανίδα Ελισάβετ Γκράχαμ) και τελικά στη Βομβάη (1887).
Έχοντας επηρεαστεί στα νεανικά του χρόνια από τον ακμαίο τότε λογιοτατισμό, o E. άλλαξε ριζικά πεποιθήσεις, όταν συνδέθηκε, στις Ινδίες, με μεγάλη φιλία με τον Πάλλη και διάβασε, με την παρακίνησή του, το Ταξίδι του Ψυχάρη (1888), του οποίου έγινε από τότε ένθερμος θαυμαστής. Από την εποχή αυτή άλλωστε αρχίζει και η γόνιμη συγγραφική του περίοδος.
O E. ασχολήθηκε με όλα σχεδόν τα είδη του λόγου. Ποιητικά του έργα ήταν: Τραγούδια του Ξενιτεμένου (που επαινέθηκε στον Φιλαδέλφειο διαγωνισμό του 1889, στον οποίο είχε βραβευτεί ο Παλαμάς με τον Ύμνον εις την Αθηνάν· εισηγητής ήταν ο Ν.Γ. Πολίτης), Αγάπης Λόγια και ο Καθρέφτης του πύργου μου (1891), Παλιοί Σκοποί (1909). Από τα πεζογραφήματά του ξεχώρισαν: Νησιώτικες ιστορίες (διηγήματα), Η μαζώχτρα (νουβέλα), Φυλλάδες του Γεροδήμου, ένα είδος φρονηματιστικής πρόζας με τη μορφή διηγημάτων, που οι ομοϊδεάτες του το ονόμασαν «βαγγέλιο»(1897), Μανώλης Ντελπεντέρης (μυθιστόρημα)· από τα θεατρικά του Ο βουρκόλακας (1894), βασισμένο στο δημοτικό τραγούδι Του νεκρού αδελφού. Ιστορικά του έργα ήταν: Ιστορία της Ρωμιοσύνης (α’ τόμος 1905, ο β’ έμεινε ατέλειωτος) που ήταν μάλλον μια ερασιτεχνική προσπάθεια. Στα χρόνια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, απογοητευμένος από τις ιστορικές εξελίξεις και εξαιτίας της κακής κατάστασης της υγείας του, αποφάσισε να μεταφράσει την ομηρική Οδύσσεια, ως ένα είδος φυγής, φτάνοντας μέχρι τη ραψωδία φ. Μερικοί πιστεύουν πως το έργο του αυτό (κυκλοφόρησε μετά τον θάνατό του με τις υπόλοιπες ραψωδίες μεταφρασμένες από τον Ποριώτη) είναι το μοναδικό που άντεξε στον χρόνο.
Ο Ψυχάρης χαρακτήρισε τον E. «βασιλιά στην αφήγηση» και κάποτε του έγραψε: «τα ρωμέικα συ μόνο τα γράφεις. Εμείς πού και πού αρπάζουμε ένα ψίχουλο». Πραγματικά η γλώσσα του, συνεπής δημοτική, έχει έναν δυναμισμό, ενώ διακρίνεται ταυτόχρονα και από μια ευγένεια και μετριοπάθεια στη χρήση ακραίων ιδιωματικών τύπων. Τα ποιήματά του, συχνά όμορφα, με ποικιλία ρυθμών και λυγεράδα στον στίχο, θα ήταν καλύτερα αν δεν θεωρούσε χρέος του να τα γράφει έτσι ώστε να μην ξεχωρίζουν, όπως έλεγε, από τα δημοτικά τραγούδια· και τα έγραφε έτσι επειδή θεωρούσε πως το μοναδικό μέσο με το οποίο η Ελλάδα θα γνώριζε την εθνική της αναγέννηση ήταν η δημοτική γλώσσα και ο φορέας της, η δημοτική παράδοση. Είναι χαρακτηριστικό πως o E. έμεινε σε όλη του τη ζωή βαθύτατα δεμένος με την Ελλάδα (το 1905 δημοσίευσε στον Νουμά λαϊκά παραμύθια, τα οποία συγκέντρωσε από το στόμα του λαού με τη βοήθεια της αδελφής του) και είναι περίεργο πώς η μακρότατη παραμονή του στην Ευρώπη δεν είχε διευρύνει τον άκρατο εθνικισμό και τοπικισμό του, που τον έκανε να πιστεύει ότι ο εθνικός χρωματισμός των λογοτεχνικών έργων –και με αυτό εννοούσε τη νησιώτικη και χωριάτικη ηθογραφία– είναι το μόνο πειστήριο της καλλιτεχνικής οντότητάς τους.
Ο ποιητής και πεζογράφος Αργύρης Εφταλιώτης (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
Dictionary of Greek. 2013.